отполировать - ορισμός. Τι είναι το отполировать
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι отполировать - ορισμός


отполировать      
сов. перех. и неперех.
1) разг. неперех. Закончить полировать.
2) неперех. Провести некоторое время, занимаясь полировкой.
3) см. также отполировывать.
ОТПОЛИРОВАТЬ      
отполировать      
ОТПОЛИРОВ'АТЬ, отполирую, отполируешь, ·совер., что.
1. ·совер. к полировать
.
2. Выполнить тщательно полировку чего-нибудь; см. от...1 в 2 ·знач.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για отполировать
1. Видел, сколько сервисов предлагают отполировать кузов?!
2. Затем отполировать ногти стеклянной или керамической пилкой.
3. Для пущей красоты можно отполировать поверхность бархоткой.
4. И продолжила: "Вам отполировать или лаком покрыть?" Так мы подружились.
5. Сначала надо нанести крем, через полчаса отполировать обувь до блеска.
Τι είναι отполировать - ορισμός